παραμαγούλα

παραμαγούλα
η
1. πρήξιμο στο λαιμό και κοντά στο αυτί.
2. παρωτίτιδα, μαγουλήθρα, μαγουλίτσα, μαγουλάδα: Το παιδί έβγαλε παραμαγούλες και δεν πρέπει να πάει στο σχολείο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραμαγούλα — η κοινή ονομασία μεταδοτικής ασθένειας που προσβάλλει κυρίως τα παιδιά, η παρωτίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μάγουλο] …   Dictionary of Greek

  • ντογρού — και ντουγρού επίρρ. 1. τοπ. κατευθείαν, χωρίς λοξοδρομήσεις, ίσια («πας ντουγρού τον δρόμο σου σαν τ άλογο το ζεμένο, με τα παραμαγούλα στα μάτια», Ρώτας) 2. χρον. γρήγορα, αμέσως, ευθύς 3. (τροπ.) απερίφραστα, χωρίς περιστροφές («μπήκε ντουγρού… …   Dictionary of Greek

  • παρωτίτιδα — η (ιατρ.), πάθηση του σιελογόνου αδένα του έξω ακουστικού πόρου, αλλιώς παραμαγούλα, μαγουλήθρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”